- Λεβυαφιγενής
- Λεβυαφιγενήςsprung from Libyamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεβυαφιγενής — Λεβυαφιγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στη Λιβύη, ο τής Λιβύης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Λεβυάφι (< Λεβύα, άλλος τ. τού Λιβύη, + φι, κατάλ. τοπικής πτώσης) + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
Λιβυαφιγενής — Λιβυαφιγενής, ές (Α) βλ. Λεβυαφιγενής … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek